κυτταρική βιολογία

κυτταρική βιολογία
Επιστήμη που μελετά τη δομή, τις ιδιότητες και τις λειτουργίες των κυττάρων και των κυτταρικών συστατικών. Τα κύτταρα ανακαλύφθηκαν στα μέσα του 17ου αι. από τον Χουκ, μετά την ανακάλυψη του μικροσκοπίου. Με τη συνεχή βελτίωση των τελευταίων, όλο και μεγαλύτερη ποικιλία κυττάρων από φυτά, ζώα και μικροοργανισμούς μελετήθηκε, με αποτέλεσμα την ανακάλυψη του πυρήνα. Το 1830 διαπιστώθηκε ότι όλοι οι οργανισμοί αποτελούνται από κύτταρα, γεγονός που οδήγησε στη διατύπωση της γνωστής κυτταρικής θεωρίας από τους Σβαν και Σλάιντεν. Κατά τα τέλη του 19ου αι. οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι τα κύτταρα δεν δημιουργούνται de novo, αλλά μόνο ως αποτέλεσμα της κυτταρικής διαίρεσης ενός προϋπάρχοντος κυττάρου σε δύο θυγατρικά. Με το τέλος του 19ου αι. ανακαλύφθηκαν τα χρωμοσώματα και περιγράφηκε η διαδικασία της μίτωσης, θέτοντας τη βάση για την κληρονομικότητα στους πολυκύτταρους οργανισμούς. Η μικροσκοπική παρατήρηση επέτρεψε τον διαχωρισμό όλων των οργανισμών σε δύο κύριες κατηγορίες: τους προκαρυωτικούς και τους ευκαρυωτικούς οργανισμούς, με βάση την οργάνωση του πυρήνα τους. Επίσης ορισμένοι οργανισμοί αποτελούνται μόνο από ένα κύτταρο, ενώ άλλοι από πολύ μεγάλο αριθμό· ένας ενήλικος άνθρωπος, για παράδειγμα, αποτελείται από περίπου 1014 κύτταρα, τα οποία ομαδοποιούνται σε 200 κυτταρικούς τύπους. Τον 20ό αι. η μελέτη των κυττάρων επεκτάθηκε με τη χρήση νέων πειραματικών μεθόδων, εκτός της χρήσης του μικροσκοπίου. Η δυνατότητα διαχωρισμού των διαφόρων κυτταρικών συστατικών, για παράδειγμα, επέτρεψε τη συσχέτιση κυτταρικών λειτουργιών με συγκεκριμένα οργανίδια ή δομές του κυττάρου, όπως η παραγωγή ενέργειας από τα μιτοχόνδρια. Η εφαρμογή του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, από το 1950, με τις τεράστιες δυνατότητες μεγέθυνσης, οδήγησε σε ανακαλύψεις σχετικά με τη δομή σχεδόν όλων των οργανιδίων και των κυτταρικών δομών. Τέλος, σημαντικές ανακαλύψεις έγιναν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και πώς αυτό αποτυγχάνει να προστατεύσει τον οργανισμό σε σύνδρομα ανοσοανεπάρκειας (π.χ. AIDS). Η σύγχρονη κ.β. ασχολείται με θέματα που αφορούν την κυτταρική λειτουργία και συμπεριφορά, όπως είναι η κυτταρική διαίρεση, με την οποία επιτυγχάνεται η επιβίωση όλων των μορφών ζωής. Σημαντική βοήθεια παρέχουν οι μέθοδοι ανάπτυξης φυτικών και ζωικών κυττάρων σε καλλιέργειες που επιτρέπουν τη μελέτη ελεύθερων συστημάτων κυττάρων. Οι κυτταροκαλλιέργειες έχουν χρησιμοποιηθεί συστηματικά για τη μελέτη της κυτταρικής διαφοροποίησης, της γήρανσης, του μετασχηματισμού φυσιολογικών κυττάρων σε καρκινικά κ.α. Η κ.β. τείνει όλο και περισσότερο να συνεργάζεται με άλλες επιστήμες που παρουσίασαν επίσης σημαντική πρόοδο, όπως η γενετική, η βιοχημεία και η μοριακή βιολογία. Η εξέλιξη της κυτταρικής βιολογίας ξεκίνησε μετά την ανακάλυψη του μικροσκοπίου (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρολογία — Βλ. λ. κυτταρική βιολογία. * * * η βιολ. η κυτταρική βιολογία (βλ. κυτταρικός). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενους ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytologie < cyto (βλ. κυτταρο ) + logie < μσν. αγγλ. logie < αρχ. γαλλ. logie < λατ. logia… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρικός — ή, ό [κύτταρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κύτταρο («κυτταρική δομή») 2. φρ. α) «κυτταρική βιολογία» ή, απλώς, «κυτταρολογία» βιολογική επιστήμη που μελετά τα κύτταρα τών οργανισμών και ειδικότερα τη μορφή, τη δομή, τις φυσικές, χημικές… …   Dictionary of Greek

  • βιοκυβερνητική — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την εφαρμογή της κυβερνητικής σε διάφορους τομείς μελέτης των ζωντανών οργανισμών. Περιλαμβάνει τη θεωρία της αποθήκευσης, μνήμης και μέτρησης της πληροφορίας, την έννοια της επικοινωνίας ως στατιστικού… …   Dictionary of Greek

  • μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

  • Κρικ, Φράνσις Χάρι Κόμπτον — (Francis Harry Compton Crick, Νορθάμπτον 1916 –). Άγγλος χημικός, ειδικευμένος στη μοριακή βιολογία. Μόλις αποφοίτησε από το πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (1937), εργάστηκε στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Προσδιόρισε τη δομή του… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”